- ποικιλόβουλος
- ποικῐλό-βουλος, ον,A of changeful counsel, wily,
Προμηθεύς Hes.Th.521
;Ὀδυσσεύς APl.4.300.5
;Ἑρμείης Orph.H.28.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Προμηθεύς Hes.Th.521
;Ὀδυσσεύς APl.4.300.5
;Ἑρμείης Orph.H.28.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικιλόβουλος — of changeful counsel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόβουλος — ον, Α πολυμήχανος, πανούργος («Προμηθέα ποικιλόβουλον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. πολύ βουλος] … Dictionary of Greek
ποικιλόβουλον — ποικιλόβουλος of changeful counsel masc/fem acc sg ποικιλόβουλος of changeful counsel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόβουλε — ποικιλόβουλος of changeful counsel masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόβουλ' — ποικιλόβουλα , ποικιλόβουλος of changeful counsel neut nom/voc/acc pl ποικιλόβουλε , ποικιλόβουλος of changeful counsel masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek